- χολόσκασμα
- το, -ατοςμεγάλη δυσαρέσκεια, θλίψη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χολόσκασμα — το, Ν [χολοσκάζω] στενοχώρια, θλίψη … Dictionary of Greek
χολόσκαση — η, Ν [χολοσκάζω] χολόσκασμα … Dictionary of Greek